αγριοπαίρνω

αγριοπαίρνω
αγριοπήρα, μεταχειρίζομαι κάποιον με άγριο τρόπο: Δεν έπρεπε να το αγριοπάρεις έτσι το παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγριοπαίρνω — μεταχειρίζομαι κάποιον με σκληρότητα, τού φέρομαι απότομα, βάναυσα, τόν επιπλήττω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”